- πολύγλευκος
- -ον, Α1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει-γλεύκος)].
Dictionary of Greek. 2013.